σκαφτικός
Смотреть что такое "σκαφτικός" в других словарях:
σκαφτικός — ή, ό, Ν βλ. σκαπτικός … Dictionary of Greek
σκαπτικός — και σκαφτικός, ή, ό, Ν [σκάπτω / σκάφτω] 1. αυτός που αναφέρεται στο σκάψιμο ή που είναι κατάλληλος για σκάψιμο (α. «σκαπτικά εργαλεία» β. «σκαπτική μηχανή») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σκαπτικά και σκαφτικά η πληρωμή για το σκάψιμο, η αμοιβή… … Dictionary of Greek