σκαφτικός

σκαφτικός
η , ό см. σκαπτικός

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "σκαφτικός" в других словарях:

  • σκαφτικός — ή, ό, Ν βλ. σκαπτικός …   Dictionary of Greek

  • σκαπτικός — και σκαφτικός, ή, ό, Ν [σκάπτω / σκάφτω] 1. αυτός που αναφέρεται στο σκάψιμο ή που είναι κατάλληλος για σκάψιμο (α. «σκαπτικά εργαλεία» β. «σκαπτική μηχανή») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σκαπτικά και σκαφτικά η πληρωμή για το σκάψιμο, η αμοιβή… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»